Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁ Λακωνικὸς

См. также в других словарях:

  • Λακωνικός — Laconian shoes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακωνικός — Laconian shoes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακωνικός — ή, ό (Α λακωνικός, ή, όν, θηλ. και λακωνίς) [Λάκων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνους β. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνικός Κόλπος — Sp Lakònijos įlanka Ap Λακωνικός Κόλπος/Lakonikos Kolpos L prie P Graikijos …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Λακωνικός κόλπος — Κόλπος (πλάτος περ. 20 μίλια) στη νότια Πελοπόννησο ανάμεσα στις χερσονήσους της Μάνης στα Δ, που καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο, και Έλους ή Επιδαύρου Λιμηράς στα Α, που καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας. Η είσοδός του ανοίγεται μεταξύ του… …   Dictionary of Greek

  • λακωνικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη Λακωνία. 2. (για λόγο), σύντομος: Ο κατηγορούμενος έδωσε μια λακωνική απάντηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λακωνικά — Λακωνικός Laconian shoes neut nom/voc/acc pl Λακωνικά̱ , Λακωνικός Laconian shoes fem nom/voc/acc dual Λακωνικά̱ , Λακωνικός Laconian shoes fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακωνικά — Λακωνικός Laconian shoes neut nom/voc/acc pl λακωνικά̱ , Λακωνικός Laconian shoes fem nom/voc/acc dual λακωνικά̱ , Λακωνικός Laconian shoes fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λακωνικώτερον — Λακωνικός Laconian shoes adverbial comp Λακωνικός Laconian shoes masc acc comp sg Λακωνικός Laconian shoes neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακωνικώτερον — Λακωνικός Laconian shoes adverbial comp Λακωνικός Laconian shoes masc acc comp sg Λακωνικός Laconian shoes neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λακωνικῶν — Λακωνικός Laconian shoes fem gen pl Λακωνικός Laconian shoes masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»